- μεμαρπώς
- μάρπτωtake hold ofperf part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προτενής — ές, Α [προτείνω] αυτός που εκτείνεται προς τα εμπρός, προτεταμένος (α. «κεράτων... ἀκρέμονες προτενεῑς», Οππ. β. «προτενές δόρυ χερσὶ μεμαρπώς», Απολλ. Ρόδ.) … Dictionary of Greek